6 Ιανουαρίου 2009

Ελαιοκαλλιέργεια και περιβάλλον

Η συστηματική καλλιέργεια των ελαιοδένδρων σε βιομηχανικό επίπεδο ενέχει σοβαρούς κινδύνους για το φυσικό περιβάλλον, με αρνητικές επιπτώσεις κυρίως στο έδαφος και στο νερό. Το πρόβλημα εντοπίζεται στον ευρωπαϊκό χώρο, όπου και γίνεται η μεγαλύτερη καλλιέργεια ελιάς στον κόσμο. Εκτεταμένες διαβρώσεις του εδάφους και απερήμωση σε Ισπανία, Ελλάδα, Ιταλία και Πορτογαλία, συνιστούν ένα από τα μεγαλύτερα περιβαλλοντικά προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Ενωση. Η Ευρώπη, με 2,5 εκατομμύρια ελαιοπαραγωγούς -το 1/3 του συνολικού αριθμού αγροτών επί του εδάφους της-, κυριαρχεί στην παγκόσμια αγορά, με τα τέσσερα αυτά κράτη να παράγουν το 80% του ελαιολάδου.
Σε έκθεση που συνέταξε η Κομισιόν σχετικά με την περιβαλλοντική επίδραση της ελιάς στην Ευρώπη, επισημαίνεται: «Η εδαφολογική διάβρωση είναι το σοβαρότερο περιβαλλοντικό πρόβλημα που συνδέεται με την καλλιέργεια της ελιάς. Ο ανεπαρκής έλεγχος των ζιζανίων και οι κακές πρακτικές διαχείρισης του εδάφους σε συνδυασμό με τον υψηλό κίνδυνο διάβρωσης στους ελαιώνες, οδηγούν στην ευρύτερη ερήμωση σε μερικές από τις κύριες περιοχές παραγωγής καθώς επίσης και στην απορρόφηση των χημικών τόσο στο έδαφος όσο και στον υδροφόρο ορίζοντα».
Δεν καλλιεργούνται, όμως όλες οι ελιές με τον ίδιο τρόπο. Μερικοί επαγγελματίες του είδους προκειμένου να αυξήσουν την παραγωγή, φυτεύουν συνεχώς νέα δέντρα, σχηματίζοντας πυκνούς ελαιώνες σε μεγάλες εκτάσεις. Η συγκομιδή γίνεται με μηχανές που τοποθετούνται γύρω από τον κορμό του δέντρου και το τινάζουν έως ότου πέσουν οι ελιές στο έδαφος. Το λάδι παράγεται σε υψηλές θερμοκρασίες με τη χρήση βιομηχανικών συστημάτων. Αντίθετα, στα μικρά παραδοσιακά αγροκτήματα τα δέντρα φυτεύονται συνήθως σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, ραντίζονται ελάχιστα ή και καθόλου, απαιτούν λιγότερο νερό και λιγότερα μηχανήματα. Οι ελιές συλλέγονται με το χέρι και το λάδι παράγεται στα τοπικά λιοτρίβια με συστήματα ψυχρής σύνθλιψης.
Παρά τις συχνά γενναιόδωρες επιδοτήσεις για τους ελαιοπαραγωγούς στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της Ε.Ε. (για το 2008 οι ενισχύσεις έφτασαν τα 2,2 δισ. ευρώ), τα παραδοσιακά συστήματα καλλιέργειας δεν είναι αυτά που ευνοούνται. Οι επιδοτήσεις δίδονται ανάλογα με την ετήσια παραγωγή ελιών και λαδιού, με αποτέλεσμα η ζυγαριά να γέρνει υπέρ των μεγαλοκαλλιεργητών. Επιπλέον, το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων χρησιμοποιείται για γεωτρήσεις και στα συστήματα άρδευσης με αποτέλεσμα να μειώνονται τα αποθέματα νερού. Η Κρήτη, αλλά και η Πούλια (Ιταλία) έχουν μεγάλη έλλειψη σε νερό, αφού επεκτείνονται συνεχώς οι εκτάσεις με ποτιστικές ελιές που είναι πολύ αποδοτικές στην παραγωγή.
Η υπερκαλλιέργεια της ελιάς επηρεάζει δραματικά τη βιοποικιλότητα. Το συχνό όργωμα και η χρήση φυτοφαρμάκων για την αύξηση της παραγωγής οδηγούν σε μείωση της χλωρίδας και της πανίδας. Αντίθετα, οι παραδοσιακοί ελαιώνες συμβάλλουν στη διατήρηση της φυσικής ποικιλομορφίας, αφού επιτρέπουν την ανάπτυξη τόσο της επίγειας βλάστησης όσο και των μικροοργανισμών που ζουν σε αυτή.
Η Ε.Ε. έχει θεσπίσει κάποια μέτρα για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής καταστροφής από την εντατική καλλιέργεια της ελιάς. Σε αυτά περιλαμβάνεται η απαγόρευση του οργώματος στις διαβρωμένες περιοχές και η υποχρεωτική διατήρηση ενός τμήματος του εδάφους καλυμμένου με χορτάρι. Εντούτοις, η εφαρμογή τους είναι προβληματική, αφού ο έλεγχος συμμόρφωσης των αγροτών με τους κανόνες είναι ανεπαρκής.

Πηγή: εφημερίδα Realnews