25 Ιανουαρίου 2011

Καθηλωμένες για τέταρτη χρονιά οι τιμές του ελαιολάδου

Για τέταρτη συνεχή χρονιά οι τιμές ελαιολάδου στην παραγωγή παραμένουν καθηλωμένες σε επίπεδα που δεν καλύπτουν το κόστος παραγωγής. Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Ακόμη και στην Ιταλία όπου οι τιμές στην παραγωγή ξεπερνούν κατά 25-27% τις ελληνικές και άνω του 33% τις ισπανικές. Η Ιταλία είναι όμως ελλειμματική και ταυτόχρονα εξαγωγική χώρα. Τα πλεονάσματα της Ισπανίας και της Ελλάδας καταλήγουν στην διεθνή αγορά για κατανάλωση. Η διεθνής κατανάλωση όμως δεν παρουσιάζει πτώση. Τουναντίον, παρουσιάζει αύξηση του 1-1,5% το χρόνο. Και με προοπτική η τάση αυτή να συνεχιστεί. Κι αυτό για δυο βασικούς λόγους: πρώτον, γιατί ενώ η Δύση είναι σε κρίση οι μεγάλες τρίτες χώρες σε φάση ανάπτυξης (όπως οι ασιατικές, η Νότια Αμερική και η Ρωσία) με το 60-70% του παγκόσμιου πληθυσμού παρουσιάζουν μια ραγδαία άνοδο του μέσου βιοτικού επιπέδου τους και, δεύτερον, γιατί η κατανάλωση του ελαιολάδου, προϊόντος με άριστα διατροφικά χαρακτηριστικά, σε παγκόσμιο επίπεδο αντιπροσωπεύει μόνο το 2,5% της συνολικής κατανάλωσης λιπαρών ουσιών. Παράλληλα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τα τελευταία χρόνια ο βασικότερος ανταγωνιστής του ελαιολάδου στην κατανάλωση (η ομάδα των κυριότερων σπορέλαιων), παρουσίασε αύξηση των τιμών στην παραγωγή λόγω της αύξησης των καυσίμων και της επίσης αυξημένης χρήσης τους στην παραγωγή βιοκαυσίμων. Η άνοδος αυτή των τιμών των σπορέλαιων δεν επηρέασε καθόλου τις τιμές του ελαιολάδου στην παραγωγή οι οποίες λιμνάζουν σ’ όλες τις ελαιοπαραγωγικές χώρες. Η αιτία αυτής της κατάστασης πρέπει λοιπόν να αναζητηθεί κατά κύριο λόγο στην παραγωγή η οποία υπερκαλύπτει την κατανάλωση παρόλο που αυτή είναι σε αύξηση. Στην υπερπαραγωγή! Πράγματι την δεκαετία 2000-2010 η παγκόσμια παραγωγή λαδιού πέρασε από τους 2.535.000 τόνους στους 2.967.000 τόνους (αύξηση 17%). Την τελευταία τετραετία όμως η μέση ετήσια αύξηση ήταν 2,5%. Σημαντικά αρνητικό ρόλο για τους παραγωγούς παίζει και η εμπορία χύμα που χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό την ευρωπαϊκή ελαιοκομία. Η μορφή αυτή εμπορίας συμβάλλει στο να μείνει ακάλυπτο το υψηλό κόστος παραγωγής του λαδιού μεταφέροντας το μεγαλύτερο μέρος της προστιθέμενης αξίας του στις επόμενες φάσεις εκμετάλλευσής του: της εμφιάλωσης και της διανομής. Η αύξηση της παραγωγής δεν είναι όμως ομοιόμορφη. Μαζί με την αύξηση της ευρωπαϊκής παραγωγής (ιδιαίτερα Ισπανίας και Ελλάδας) αυξάνει πιο πολύ (ποσοστιαία) η παραγωγή των μη ευρωπαϊκών χωρών: της Αργεντινής, της Αυστραλίας, του Μαρόκου, της Τυνησίας, της Τουρκίας, κ.α. Η πίεση της παραγωγής αυτών των χωρών στις διεθνείς αγορές θα αυξηθεί σημαντικά στο μέλλον σε βάρος των ευρωπαϊκών εξαγωγών. Σημαντικό ρόλο παίζει το γεγονός ότι η αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης γίνεται τροφοδοτώντας τις νέες αγορές με λάδι χαμηλής ποιότητας για την εξασφάλιση μεγαλύτερων εμπορικών περιθωρίων, δεδομένου ότι οι καταναλωτές των νέων αγορών δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν τις ποιοτικές διαφορές. Η στρατηγική αυτή ευνοεί τα ποιοτικά χαμηλότερα λάδια και τα φτηνότερα. Δηλ. τα ισπανικά. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια οι ισπανικές εξαγωγές διευρύνθηκαν περισσότερο από τις ιταλικές. Ευνοεί όμως και την διεύρυνση των εντατικών και αρδευόμενων ελαιώνων υψηλής πυκνότητας για την μείωση του κόστους αλλά και τη συμπίεση των τιμών στην παραγωγή (στην Πορτογαλία π.χ. διατέθηκαν χιλιάδες παραποτάμια εκτάρια γι’ αυτού του είδους την καλλιέργεια, το ίδιο στην Ισπανία, ενώ από την άλλη ακτή το Μαρόκο προγραμματίζει το διπλασιασμό της παραγωγής του). Είναι φανερό ότι η τάση αυτή βάζει περισσότερο σε κρίση τους ελαιώνες των προβληματικών και εδαφολογικά και κλιματικά δύσκολων περιοχών σαν την περισσότερη Πελοπόννησο, και ιδιαίτερα την Μεσσηνία και την Λακωνία, ως και το μεγαλύτερο ποσοστό ελληνικών ελαιώνων. Εκτός αν τρυπήσουμε τα βουνά και τους λόφους της Μεσσηνίας, δωρεάν βέβαια, με εκατομμύρια αρτεσιανά σε βάρος του ελάχιστου πόσιμου νερού που διαθέτουμε. Κι αν είναι αναμφισβήτητο ότι και οι ελαιώνες μας θέλουν ανανέωση και εκσυγχρονισμό, άλλο τόσο αναμφισβήτητη είναι και η δυσκολία αύξησης του γεωργικού κλήρου σε μια χώρα σαν την Ελλάδα όπου η τιμή της γης (για έξω-αγροτικούς λόγους) απέχει από τις γεωργικές δυνατότητες εκμετάλλευσης τόσο όσο σε καμιά άλλη χώρα της Ευρώπης.

Του Θανάση Μαυρούλη στην εφημερίδα Ελευθερία