29 Νοεμβρίου 2011

Χάνει έδαφος η Ελλάδα στην παγκόσμια αγορά ελαιόλαδου

Αδύναμη είναι η Ελλάδα να εκμεταλλευτεί την αυξητική τάση της παγκόσμιας κατανάλωσης ελαιόλαδου. Εξαιτίας της απουσίας κεντρικού σχεδιασμού, χάνει δεκάδες εκατ. ευρώ ετησίως. Η τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός χώρα ελαιόλαδου, εξακολουθεί να υποθηκεύει το μέλλον ενός από τους πιο δυναμικούς κλάδους, που καλύπτει το 11% της ελληνικής οικονομίας και το 13% της παγκόσμιας παραγωγής. Με συνολική παραγωγή που φτάνει τους 370 χιλιάδες τόνους, η χώρα αρκείται στην εσωστρέφειά της. Χαρίζει το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο στους ανταγωνιστές της και περιορίζει τη διεθνή παρουσία της στο τυποποιημένο ελαιόλαδο. Οι μεσογειακές χώρες (Ισπανία και Ιταλία) κινήθηκαν δυναμικά, τα τελευταία χρόνια, μέσω συνεργασιών και εξαγορών ομοειδών εταιρειών. Βελτίωσαν διεθνώς τη διαπραγματευτική τους δύναμη και εξοστράκισαν την Ελλάδα από το επώνυμο λάδι. Και αυτό, σήμερα μεταφράζεται σε απώλεια εσόδων της τάξης των 80 εκατ. ευρώ ετησίως. Σύμφωνα με στοιχεία της Faostat, μόλις το 20% της εγχώριας παραγωγής οδηγείται στην τυποποίηση. Σε αντίθεση με το 50%, που αντιστοιχεί στην Ισπανία και το 75%, που αντιστοιχεί στην Ιταλία.
Στην εγχώρια αγορά, λειτουργούν περισσότερα από 1.900 ελαιοτριβεία και 120, μικρές κυρίως, εταιρείες τυποποίησης, που διακινούν επώνυμα προϊόντα. Οι εταιρείες Ελαΐς και Μινέρβα καλύπτουν το 60% της εγχώριας αγοράς τυποποιημένου ελαιόλαδου. Ενώ η ιδιωτική ετικέτα τείνει να καλύψει το 20% της εγχώριας ζήτησης από το λιανεμπόριο. Χαρακτηριστικό του κλάδου είναι το ικανοποιητικό, μέχρι σήμερα, επίπεδο λειτουργικού κέρδους, που κυμαίνεται στο 10%, με τη δανειακή επιβάρυνση να βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα (1/3). Ωστόσο, η κατακερματισμένη δομή, όχι μόνο σε επίπεδο παραγωγής αλλά και επεξεργασίας, δρα αρνητικά στο τελικό κόστος. Με αποτέλεσμα, ο ανταγωνισμός, εκτός από την επωνυμία, να δίνει και χαμηλή τιμή στο τελικό προϊόν. Ο εκσυγχρονισμός μεθόδων παραγωγής και επεξεργασίας της ελιάς είναι καθοριστικός παράγοντας βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, όπως προκύπτει από στοιχεία των EuMED Agropol και Εurostat. Το 2010, σύμφωνα με στοιχεία του Ελληνικού Οργανισμού Εξωτερικού Εμπορίου (ΟΠΕ), το σύνολο των εξαγωγών ελαιόλαδου έφτασε τα 241,4 εκατ. ευρώ, έναντι 265,8 εκατ. ευρώ του 2010. Σημείωσε πτώση κατά 9,1% (η αντίστοιχη πτώση στην ποσότητα ήταν 12,9%: από 129,3 χιλιάδες τόνους το 2009, σε 112,5 χιλιάδες τόνους το 2010). Με δεδομένη την ανάγκη μεγέθυνσης των ελληνικών εταιρειών τυποποίησης, εκτιμάται ότι θα υπάρξει η δυνατότητα κατάκτησης μεγαλύτερ ο υ μεριδίου στη διεθνή αγορά, σε τιμή έως και 50%υψηλότερη. Την ίδια ώρα, μάλιστα, που η χώρα χαρίζει το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο στη γειτονική Ιταλία έναντι αδρού τιμήματος, δεν διστάζει να πραγματοποιεί εισαγωγές ελαιόλαδου από τη γερμανική αγορά, που ξεπερνούν τα 13 εκατ. ευρώ. Η ανοδική τάση που καταγράφεται στις αγορές του εξωτερικού, γίνεται αισθητή από την αύξηση της ζήτησης, έως και 60%, τη δεκαετία 2000-2010. Το προβάδισμα έχουν η Ισπανία, η Τουρκία, το Μαρόκο. Σήμερα, η Ιταλία, εκμεταλλευόμενη το brand name που έχει δημιουργήσει στο όνομα του ελαιόλαδου (το οποίο, κυρίως, εισάγει από τις γειτονικές χώρες) ωφελείται πλέον του 1/3 της αξίας του εξαγώγιμου προϊόντος. Η ζήτηση εκτιμάται ότι θα είναι ανοδική για τις μη παραδοσιακές αγορές, με ετήσιο ρυθμό της τάξης του 3%. Αντίστοιχα, και η διεθνής τιμή του ελαιόλαδου αναμένεται να ανακάμψει σταδιακά, και να προσεγγίσει τα 2,6 ευρώ/κιλό έως το 2015 (έναντι 2,3 ευρώ/κιλό την περίοδο 1991-2010).
Ιδιαίτερα ενισχυμένος υπήρξε ο αγροτικός τομέας από την εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) στην Ελλάδα, αφού τη δεκαετία 2000-2010 απορρόφησε το 6% του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού (2,5 δισ. ευρώ).
Από το 2013, όμως, η ενίσχυση για τη χώρα μειώνεται σημαντικά (κατά 10%) και η στήριξη θα εστιαστεί κυρίως σε παραγωγές με βάση τα περιβαλλοντικά κριτήρια. Σύμφωνα με τα νέα δεδομένα της ΚΑΠ, τα κονδύλια για την ελληνική παραγωγή (που σήμερα καλύπτουν το 1/3 των εσόδων) θα περιοριστούν σημαντικά. Το γεγονός αυτό απαιτεί αναγκαστικά διαρθρωτικές αλλαγές, όχι μόνο στον παραγωγικό τομέα αλλά και στην τυποποίηση. Υπό την πίεση των μεταβολών στην ΚΑΠ, οι κλάδοι όχι μόνο των παραγωγών αλλά και των ελαιοτριβείων θα παρουσιάσουν συγκεντρωτική τάση. Ήδη η εταιρεία Μινέρβα προωθεί ένα πιλοτικό πρόγραμμα σχετικά με την αειφορία στη γεωργία, και ειδικότερα στην ελαιοπαραγωγή, το οποίο υλοποιείται με τη συνεργασία αγροτικών ινστιτούτων έρευνας. Μεταξύ αυτών, και το Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας (ΕΘΙΑΓΕ).
Στόχοι είναι: Η αξιοποίηση των δυνατοτήτων της εγχώριας παραγωγής υψηλών ποιοτικών προδιαγραφών ελαιόλαδου. Και η εφαρμογή ορθής αγροτικής παραγωγής σε όλη την Ελλάδα, με σκοπό την αειφορία.

Πηγή: Ισοτιμία