24 Μαρτίου 2009

Το χρονικό της απελευθέρωσης της Τριφυλίας

Μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάρτηση από το γειτονικό blog του Πύργου Τριφυλίας την οποία και αναδημοσιεύουμε αυτούσια.

Τις επόμενες ημέρες θα γιορτάσουμε την επέτειο της εθνικής μας παλιγγενεσίας. Ο νομός Μεσσηνίας αρχίζει πρώτος τις εορταστικές εκδηλώσεις. Στις 17 Μαρτίου στην Αρεόπολη εορτάζεται στην ουσία η λήψη της απόφασης να ξεκινήσει άμεσα ο αγώνας. Στις 23 Μαρτίου ελευθερώνεται η Καλαμάτα, στις 24 Μαρτίου τα Σουλιμοχώρια και στις 25 Μαρτίου σε όλη την Ελλάδα εορτάζεται η έναρξη του αγώνα. Τίθενται όμως κάποια ερωτήματα κατά καιρούς.
Πότε άρχισαν οι υπόδουλοι ρωμιοί να σκέπτονται την ελευθερία; Πώς ξεκίνησε ο αγώνας των Ελλήνων; Πώς έγιναν πραγματικά τα γεγονότα; Κατά καιρούς έχουν γραφεί πολλά για τα ερωτήματα αυτά. Άλλοτε δίνονται ορθές απαντήσεις, άλλοτε λανθασμένες από άγνοια ή κατευθυνόμενα, και άλλοτε κοιτάζοντας από μια και μόνο οπτική γωνία τον αγώνα και τη δουλεία των ρωμιών, χάνοντας έτσι την πραγματικότητα των γεγονότων. Εμείς θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε αντικειμενικά αυτά τα ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν στην ελευθερία του τόπου μας και ελπίζουμε να σας μεταφέρουμε νοητά σε εκείνες τις ένδοξες ημέρες που μας συγκινούν και μας γοητεύουν.
Μετά το 1453 (άλωση της Πόλης) δεν άργησαν να πέσουν στα χέρια των Οθωμανών και τα εδάφη της πρώην πλέον Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) αυτοκρατορίας που ήταν ελεύθερες και βρίσκονταν στην περιοχή της σημερινής ελληνικής επικράτειας. Ο χριστιανικός πληθυσμός που κατοικούσε σε αυτές τις περιοχές ονομαζόταν ''γραικοί ή ρωμιοί''. Αυτοί λοιπόν οι χριστιανικοί πληθυσμοί είχαν σαν κεφαλή τους τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και το δίκτυο επισκόπων του Πατριαρχείου σε όλη την οθωμανική πλέον αυτοκρατορία, οι οποίοι με συμφωνίες με τους κατά καιρούς σουλτάνους κρατούσαν ως εγγυητές τους ρωμιούς ήρεμους και μακριά από εξεγέρσεις με αντάλλαγμα κάποια προνόμια που είχε λάβει η εκκλησία και την υπόσχεση να μπορούν οι ρωμιοί να εκτελούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Τα θετικά και αρνητικά αυτής της κατάστασης είναι πολλά, δεν είναι όμως του παρόντος να τα αναλύσουμε. Στα τετρακόσια περίπου χρόνια που κράτησε αυτή η κατάσταση δεν ήταν λίγες οι εξεγέρσεις των ρωμιών εναντίων των Οθωμανών σε διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας. Περίπου ογδόντα εξεγέρσεις, με αποκορύφωμα αυτήν του 1770 που έμεινε στην ιστορία ως ''τα Ορλωφικά'' καταπνίγηκαν στο αίμα. Αυτό αποδεικνύει ότι η εθνική συνείδηση των σκλαβωμένων δεν είχε χαθεί ούτε για μια στιγμή αυτά τα τετρακόσια χρόνια. Ήρθαν όμως μορφωμένοι κληρικοί και λαϊκοί και συνέδεσαν το ένδοξο παρελθόν της Αρχαίας Ελλάδας, την Ορθοδοξία και το Βυζάντιο για να δώσουν νόημα, συνέχεια και όνομα σε αυτήν την εθνική συνείδηση. Οι Έλληνες πλέον παρ’ όλα τα προβλήματα και τις ελλείψεις τους, είχαν συνειδητοποιήσει τι πρέπει να κάνουν για την ελευθερία τους. Χρειαζόταν όμως μια αρχή που θα τους καθοδηγούσε και θα τους οδηγούσε στην ελευθερία. Το 1816 ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρία στην Οδησσό της Ρωσίας με σκοπό ''να οργανώσει την δια των όπλων απελευθέρωσιν του ελληνικού γένους'' . Μυστικά μυήθηκαν σε αυτήν πολλοί επιφανείς Έλληνες της εποχής που θα μπορούσαν να συμβάλουν με κάθε τρόπο στην επανάσταση και να εμπνεύσουν τον απλό λαό ώστε να ξεσηκωθεί ενάντια στον κατακτητή. Λίγο πολύ σε όλους μας είναι γνωστά τα ονόματα πολλών από τους αυτούς που ορκίστηκαν στην Φιλική Εταιρία. Η επανάσταση ήταν κάτι το αναπόφευκτο. Το μόνο μέρος του Μοριά που ήταν ελεύθερο από τους Τούρκους και θα μπορούσε να οργανωθεί καλύτερα ο αγώνας , ήταν η Μάνη. Εκεί βρισκόταν ο Κολοκοτρώνης, ο Παπαφλέσσας, ο Πέτρος Μαυρομιχάλης, μπέης της Μάνης και άλλοι γνωστοί οπλαρχηγοί που επηρέαζαν, με την παρουσία τους και μόνο, τον απλό λαό. Στις 22 Μαρτίου η Καλαμάτα έχει περικυκλωθεί από τους επαναστατημένους Έλληνες το βράδυ της ίδιας μέρας ο Πετρόμπεης συναντάται με τον Τούρκο διοικητή της Καλαμάτας Αρναούτογλου και του ζητάει την παράδοση της πόλης. Ο Αρναούτογλου ζητά προθεσμία μέχρι την επόμενη μέρα, όπου και παραδίδει την πόλη. Οι Έλληνες δέχονται το γεγονός με πανηγύρια και δοξολογία. Οι Κολοκοτρώνης και ο Παπαφλέσσας στέλνουν προκήρυξη στους Τριφύλιους καπεταναίους και τους καλούν να κλείσουν τους τούρκους στα κάστρα και να τους αφανίσουν. Στις 24 Μαρτίου ο Παπατσώρης κηρύσσει την έναρξη του αγώνα στα Σουλιμοχώρια (Δώριο και η γύρω περιοχή) και ο Γρηγοριάδης στη Ζούρτα. Όσοι Τούρκοι έχουν γλυτώσει έντρομοι κλίνονται στο κάστρο της Κυπαρισσίας, όπου τους πολιορκούν οι αγωνιστές και τους αφανίζουν. Οι Τούρκοι των Φιλιατρών, Γαργαλιάνων, Χώρας και των γύρω χωριών φεύγουν για το Νιόκαστρο (Πύλος) για να προφυλαχθούν. Παρελαύνοντας στην ουσία οι Έλληνες αγωνιστές προς το Νιόκαστρο στις 26 Μαρτίου ελευθερώνουν τα Φιλιατρά και την επομένη τους Γαργαλιάνους. Στις 27 Μαρτίου ξεκινώντας για το Νιόκαστρο οι Τριφύλιοι οπλαρχηγοί Παπατσώρης, Γρηγοριάδης, Παπαθεοδώρου, Καραπατάς κ.α. περνούν από το χωριό μας για να πάνε στη Χώρα να αντικρούσουν μια ομάδα από 400 Τούρκους και 200 Αλβανούς οι οποίοι με αρχηγό τους τον Χαλίλ μπέη πήγαιναν στην Κυπαρισσία να αποκρούσουν τους Έλληνες, μη γνωρίζοντας προφανώς τα γεγονότα των προηγούμενων ημερών. Μετά από τρίωρη μάχη οι Τούρκοι τράπηκαν σε άτακτη φυγή προς το Νιόκαστρο καταδιωγμένοι από τους Έλληνες. Στοιχεία καταγεγραμμένα για το πώς απελευθερώθηκε το χωριό μας δεν έχουμε. Έχουμε όμως διάφορες προφορικές παραδόσεις για το πώς έφυγαν οι Τούρκοι που ζούσαν στο χωριό μας και όλες συγκλίνουν στο γεγονός πως τον Τούρκο ηγέτη του χωριού τον σκότωσε την ημέρα της αποχώρησης του από το χωριό μια γυναίκα που και αυτής το όνομα διαφέρει από παράδοση σε παράδοση. Κάποια στιγμή θα δημοσιεύσουμε όλα τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεση μας όχι μόνο για αυτό το γεγονός μα και για την γενικότερη ιστορία του χωριού μας. Ευτυχώς όμως έχουμε ονόματα συγχωριανών μας που ζούσαν τις ένδοξες αυτές ημέρες και υπέγραφαν σε διάφορα έγγραφα των επαναστατικών χρόνων για λογαριασμό του χωριού μας. Παραθέτουμε μερικά από αυτά, όπως αναγράφονται στο πρωτότυπο και όπως έχουν επικρατήσει στις ημέρες μας: Γιωργακάκης Πολυχρονόπλος (Πολυχρονόπουλος), Καμάκος Καραμπάτζος (Καραμπότσος), Αντρίας Θεοδοσόπουλος (Θεοδωρόπουλος), Κωσταντής Αγρηλιώνης (Αυρηλιώνης), Γιαννάκη Κακτζούλα (Κατσούλας), Πανάγος Γεωργακόπουλος,
Κυριάκος Κατζαμπό(πουλος) (Καραμπότσος); Αυτοί ήταν προφανώς αγωνιστές που είχαν το κύρος και το δικαίωμα να υπογράφουν εξ ονόματος του χωριού. Την τύχη τους δεν την γνωρίζουμε, καθώς τα πιο δύσκολα χρόνια της εισβολής του Ιμπραήμ δεν είχαν έρθει όταν αυτοί υπέγραφαν για το χωριό μας.
Ο Ιμπραήμ έκανε τρείς επιδρομές στην περιοχή, με αποκορύφωμα στην τρίτη επιδρομή να κατακάψει όλη την Μεσσηνία, να αιχμαλωτίσει όσους Έλληνες έβρισκε στο πέρασμα του και να στείλει πολλούς από αυτούς σκλάβους στα παζάρια της Αιγύπτου. Στην επιδρομή αυτή ερχόμενος από Κυπαρισσία και Φιλιατρά, έφτασε στους Γαργαλιάνους όπου κατέστρεψε την πόλη. Σημάδια αυτής της επιδρομής υπάρχουν στην εικόνα του Χριστού στην πρόθεση του ναού της Παναγίας στους Γαργαλιάνους, όπου φαίνονται τα σημάδια από τα σπαθιά που χτυπούσαν με λύσσα τον εικονιζόμενο Χριστό. Η πορεία του συνεχίστηκε προς την Χώρα που βρισκόταν το στρατόπεδο του. Έτσι πέρασε από το χωριό μας από τον δρόμο που υπήρχε τότε από τους Γαργαλιάνους για τη Χώρα και μερικά τμήματα του σώζονται και σήμερα. Αυτός ο δρόμος περνούσε πίσω από το σημερινό γήπεδο του χωριού, συνέχιζε πάνω από την ξερόβρυση και έβγαινε από το χωριό στο μέρος που είναι σήμερα η Παναγία για να οδηγηθεί προς τη Χώρα μέσα από την Αγιά Βαρβάρα και την περιοχή Κοκκινοχώματα. Κακουχίες, πόνο, αίμα και ορφανά, έχει να επιδείξει η Ελλάδα κατά την επανάσταση του 1821. Κάθε μέρος, κάθε χωριό έχει να καυχηθεί για την μικρή ή μεγάλη προσφορά του στον αγώνα. Έτσι και το χωριό μας έχει να καυχηθεί για την προσφορά του με όσες δυνάμεις μπορούσε να δώσει. Απλώς εμείς το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τους θυμόμαστε τιμώντας έτσι τον αγώνα τους.
Κλείνοντας αυτό το αφιέρωμα θα θέλαμε να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από τον λόγο του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα απευθυνόμενος προς τους νέους, για να καταλάβουμε ποιο ήταν το χρέος τους και ποιο είναι το χρέος το δικό μας: «….Εμάς μη μας τηράτε, πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθεί η νύκτα και η αυριανή ήμέρα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε…»