18 Νοεμβρίου 2009

Ζητούμενο η τοπική πολιτική για το ελαιόλαδο

Είναι βέβαιο ότι χρειάζεται η μεγαλύτερη δυνατή ψυχραιμία για την αντιμετώπιση της κατάστασης που διαμορφώνεται στην αγορά ελαιολάδου. Αλλο τόσο βέβαιο όμως είναι το γεγονός ότι η ψυχολογία δεν είναι και ο μοναδικός παράγοντας που καθορίζει τις τιμές. Οπως επίσης ότι με ευχές δεν αντιμετωπίζονται τα προβλήματα που γεννά η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, η κυριαρχία των δυνάμεων του κέρδους και της κερδοσκοπίας. Είναι βέβαιο πως το επόμενο διάστημα η υπόθεση του ελαιολάδου θα βρεθεί στο επίκεντρο των συζητήσεων, καθώς από την πορεία των τιμών του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό όχι μόνον η ζωή στην ύπαιθρο, αλλά και η πορεία της οικονομίας σε αστικά και ημιαστικά κέντρα. Το γεγονός αυτό αποτελεί ισχυρό κίνητρο ενασχόλησης και για τους πολιτικούς, οι οποίοι κατά κανόνα πορεύονται αναλόγως της θέσης στην οποία βρίσκεται το κόμμα τους. Φυσικά από λόγια, μεγάλες κουβέντες και εκδηλώσεις συμπάθειας, ο κόσμος έχει χορτάσει. Αλλά κατά πώς δείχνουν τα πράγματα, δεν πιστεύει πλέον ότι υπάρχει τρόπος αναστροφής της κατάστασης. Είτε γιατί αντιλαμβάνεται το δημαγωγικόν του ενδιαφέροντος, είτε γιατί έπαψε να πιστεύει σε πολιτικούς παραδείσους, είτε γιατί εγκαταλείπει το πεδίο της μάχης βλέποντας πως έχει να κάνει με αντιπάλους που υπερέχουν συντριπτικά και επιβάλλουν τους όρους τους. Πολύ περισσότερο όμως γιατί βλέπει ότι δεν υλοποιούνται ούτε υποσχέσεις και απλές σκέψεις που θα μπορούσαν τουλάχιστον να βελτιώσουν τα πράγματα. Αμέτρητες φορές έχουμε διατυπώσει τη θέση ότι το τεράστιο πρόβλημα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε, είναι αυτό της εσωτερικής αγοράς. Δεν μπορούμε να “απαιτούμε” άνοιγμα της αγοράς στις άλλες χώρες όταν εμείς δεν κάνουμε ανάλογες προσπάθειες. Και το απλούστερο που είχαν να κάνουν οι φορείς της Μεσσηνίας, ήταν μια μεγάλη καμπάνια για τη χρήση του ελαιολάδου στα χιλιάδες καταστήματα εστίασης. Η καθιέρωση ειδικού σήματος, ο έλεγχος εφαρμογής των κανόνων και της νομοθεσίας. Η υπόδειξη στους καταναλωτές να προτιμούν τα καταστήματα που χρησιμοποιούν έξτρα παρθένο ελαιόλαδο. Η σύγκρουση τελικά με αντιλήψεις και μικροσυμφέροντα, η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης και του πιθανού κόστους που συνεπάγεται αυτή. Η βαθμολόγηση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης εν προκειμένω κινείται περί το... μηδέν. Οι παράγοντες της πλειοψηφίας θυμούνται κατά περίσταση την υπόθεση, αδιαφορούν για τη λήψη μέτρων σαν αυτά που προαναφέρθηκαν, πηγαινοφέρνουν την υπόθεση του περίφημου εργαστηρίου ελαιολάδου, δεν λειτουργούν ούτε τις επιτροπές που εξαγγέλλουν, διαχειρίστηκαν με επιπόλαιο τρόπο κρίσιμα ζητήματα σχετικά με το προϊόν την περίοδο που πέρασε. Και δεν θα μας κάνει καμία εντύπωση αν τώρα που άλλαξε η κυβέρνηση, σηκώσουν τις παντιέρες του αγώνα για το προϊόν. Η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση δεν έχει πολιτική για το ελαιόλαδο, κινείται στην τύχη και ενεργεί αναλόγως των περιστάσεων. Στην Ενωση... το χάος. Αποδείχθηκε περίτρανα με τις εξελίξεις που σημειώθηκαν και οδήγησαν σε... δύο διοικήσεις, που διεκδικούν το δίκιο με το μέρος τους. Γιατί τελικά η συντριπτική πλειοψηφία των συνεταιριστών ουδεμία σχέση έχει με το “συνεταιρίζεσθαι” και αποτελεί μέρος μηχανισμών που επιχειρούν να ελέγξουν την πλειοψηφία και να αναδιανείμουν την εξουσία και τα αγαθά της. Με τέτοιους όρους ασφαλώς δεν στέκονται οικονομικές οργανώσεις, όσες επενδύσεις και αν κάνουν, σε όσες εκθέσεις και αν πάρουν μέρος, όποιες χρηματοδοτήσεις και αν εξασφαλίσουν για την προβολή του προϊόντος. Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την ΕΑΣ Μεσσηνίας, αποτελεί γενικότερο πρόβλημα του συνεταιριστικού κινήματος και αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο από αυτά που πρέπει να απασχολήσουν την κοινωνία και ειδικότερα τους αγρότες. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν είναι άμοιροι ευθυνών οι ίδιοι οι παραγωγοί. Οι οποίοι γνωρίζουν τι συμβαίνει, φωνάζουν και διαμαρτύρονται για μια σειρά ζητήματα, αλλά είναι εκείνοι που εκλέγουν τους ανθρώπους των μηχανισμών. Δεδομένων τούτων, δεν μπορούμε ασφαλώς να συζητούμε για τοπική πολιτική σχετικά με το ελαιόλαδο. Ασφαλώς κάτι τέτοιο δεν θα αποτελούσε πανάκεια για την αντιμετώπιση των πολλών και σύνθετων προβλημάτων, θα συντελούσε όμως στη δημιουργία ενός θετικού κλίματος για το προϊόν, θα περιόριζε τις πιέσεις και θα δημιουργούσε προϋποθέσεις πολλαπλασιασμού των πρωτοβουλιών. Πολιτική γι’ αυτό τον τομέα σημαίνει ότι αφήνουμε τα κομματικά κουστούμια στην άκρη, σηκώνουμε τα μανίκια και πιάνουμε δουλειά έτσι ώστε να καταρτίσουμε ένα σύστημα μέτρων που θα ξεκινάει από την υπεύθυνη πληροφόρηση του παραγωγού μέχρι τη διάθεση του προϊόντος με... ντιλίβερι ανά την Ελλάδα. Και όμως τα απλά έχουμε καταφέρει να τα κάνουμε δύσκολα και όσο συμβαίνει αυτό οι “καλύτερες ημέρες” θα παραπέμπονται στις “ελληνικές καλένδες”.

Του Ηλία Μπιτσάνη στην εφημερίδα Ελευθερία