23 Φεβρουαρίου 2009

3η δύναμη παγκοσμίως στο ελαιόλαδο η Ελλάδα

Η Ελλάδα καταλαμβάνει την τρίτη θέση παγκοσμίως στην παραγωγή ελαιολάδου, ενώ αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγό χώρα επιτραπέζιων ελιών στην ΕΕ, σύμφωνα με τα συμπεράσματα μελέτης που εκπόνησε η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group. Ωστόσο ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής ελαιολάδου (38%), καθώς και το μεγαλύτερο μέρος των επιτραπέζιων ελιών που καταναλώνονται στην εγχώρια αγορά διατίθενται σε χύμα μορφή. Σύμφωνα με τη μελέτη της ICAP Group, o παραγωγικός τομέας του ελαιολάδου και του πυρηνελαίου αποτελείται από μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων, των οποίων το μέγεθος και η δραστηριότητα ποικίλουν, καθώς η διαδικασία παραγωγής, από την παραλαβή της πρώτης ύλης μέχρι τη διάθεση του τελικού προϊόντος, περιλαμβάνει διάφορα στάδια. Τα ελαιοτριβεία πραγματοποιούν την πρώτη φάση της παραγωγής ελαιολάδου, το οποίο στη συνέχεια είτε διατίθεται απευθείας προς κατανάλωση (βρώσιμο) σε μορφή χύμα, είτε προωθείται σε εμπορικές επιχειρήσεις (χονδρεμπόρους) για μεταπώληση στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, είτε δίνεται σε επιχειρήσεις επεξεργασίας και τυποποίησης. Στον κλάδο επίσης δραστηριοποιούνται και διάφοροι συνεταιρισμοί ή ενώσεις συνεταιρισμών, που έχουν ως κύρια δραστηριότητά τους τη συλλογή της παραγωγής των μελών τους και στη συνέχεια την εμπορία, επεξεργασία ή / και τυποποίηση αυτών. Χαρακτηριστικό της παραγωγής του ελαιολάδου και του πυρηνελαίου είναι η κυκλικότητα που παρουσιάζει. Η ελληνική παραγωγή ελαιολάδου υπερκαλύπτει την εγχώρια ζήτηση, ενώ μεγάλες ποσότητες διατίθενται προς εξαγωγή. Η εγχώρια παραγωγή ελαιολάδου εκτιμάται ότι μειώθηκε 13% την περίοδο 2006/07 σε σχέση με το 2005/06. Η εγχώρια κατανάλωση ελαιολάδου αυξήθηκε κατά 3,1% την ίδια περίοδο. Η εγχώρια αγορά ραφιναρισμένου πυρηνελαίου σημείωσε αύξηση 1,8%. Οι εισαγωγές που πραγματοποιούνται ετησίως σε ελαιόλαδο και πυρηνέλαιο είναι περιορισμένες, καθώς η εγχώρια παραγωγή στα εν λόγω προϊόντα επαρκεί για να καλύψει τη ζήτηση στη χώρα μας. Συνήθως οι εισαγωγές που πραγματοποιούνται σε ελαιόλαδο, αφορούν προϊόντα με ειδικά χαρακτηριστικά, με σκοπό την πρόσμιξη. Το 2007 οι εισαγωγές ελαιολάδου αυξήθηκαν κατά 60% περίπου σε σχέση με το 2006, προερχόμενες σχεδόν στο σύνολό τους από χώρες της ΕΕ. Οι εξαγωγές ελαιολάδου και πυρηνελαίου παρουσιάζουν διακυμάνσεις ετησίως, καθώς το μέγεθός τους εξαρτάται κατ' αρχήν από το ύψος της εγχώριας παραγωγής (κυκλικότητα της παραγωγής), καθώς και από τη ζήτηση των χωρών του εξωτερικού. Το 2007 οι εξαγωγές ελαιολάδου και πυρηνελαίου εμφάνισαν μείωση 15% και 30,4% αντιστοίχως. Ένα μεγάλο μέρος της εγχώριας αγοράς καλύπτεται διαχρονικά από το μη τυποποιημένο / συσκευασμένο ελαιόλαδο, το μερίδιο συμμετοχής του οποίου διαμορφώθηκε το 2006/07 σε 38%. Το τυποποιημένο ελαιόλαδο εκτιμάται ότι κάλυψε την ίδια περίοδο το 27% της αγοράς, ενώ ποσοστό περίπου 35% αφορά την αυτοκατανάλωση. Η αγορά του ελαιολάδου στην Ελλάδα θεωρείται πλέον ώριμη και κατά συνέπεια για την ανάπτυξη του κλάδου σημαντική διέξοδο αποτελούν οι εξαγωγές. Σύμφωνα με τις ισχύουσες τάσεις, η εγχώρια αγορά ελαιολάδου αναμένεται να παρουσιάσει αύξηση κατά 2%-3% την περίοδο 2007/08-2008/09. Η ζήτηση του πυρηνελαίου στην εγχώρια αγορά παραμένει περιορισμένη, καθώς χρησιμοποιείται σαν υποκατάστατο του ελαιολάδου. Σύμφωνα με εκτιμήσεις παραγόντων του κλάδου, η αγορά πυρηνελαίου αναμένεται να παρουσιάσει μείωση κατά την τρέχουσα ελαιοκομική περίοδο (2007/08).

Πηγή: ΠΑΣΕΓΕΣ