25 Φεβρουαρίου 2009

Επερώτηση 56 βουλευτών για εγκατάλειψη του ελαιοκομικού τομέα

Το πλήρες κείμενο της επερώτησης έχει ως εξής: «Σήμερα, ο Ελληνας ελαιοπαραγωγός βιώνει τη χειρότερη μείωση της τελευταίας 20ετίας στην τιμή του προϊόντος του, την ίδια στιγμή που το κόστος παραγωγής εκτινάσσεται στα ύψη. Αποτέλεσμα: η τρέχουσα τιμή του ελαιόλαδου (2 ευρώ το κιλό) να μην καλύπτει ούτε καν το κόστος παραγωγής του! Οι ελαιοπαραγωγοί βρίσκονται σε απόγνωση, βλέποντας το ήδη συρρικνωμένο εισόδημά τους να μειώνεται ακόμα περισσότερο. Επειδή το ελαιόλαδο είναι σημαντικό κομμάτι του εθνικού μας πλούτου, που δυστυχώς παραμένει αναξιοποίητο, αφού η δεδομένη υπεροχή του δεν μετατρέπεται σε οικονομικό όφελος για τους παραγωγούς, λόγω των χαμηλών τιμών που αυτοί εισπράττουν και τούτο παρά τις σοβαρά υψηλότερες τιμές που πληρώνει ο καταναλωτής (η ψαλίδα τιμών παραγωγού - καταναλωτή ανέρχεται στο 1:3). Το Ετος Ελαιόλαδου, όπως ονόμασε το 2006 η κυβέρνηση, έχει προ πολλού τελειώσει και δεν έχει ακόμα γίνει ένας σοβαρός απολογισμός των ενεργειών προώθησης του ελληνικού ελαιόλαδου στις διεθνείς αγορές, να συζητηθεί το κόστος και η συμβολή, οι γιορτές και οι βραβεύσεις στο εισόδημα των ελαιοπαραγωγών. Οι εξαγωγές τυποποιημένου επώνυμου ελαιόλαδου, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του 2007, δεν ξεπερνούν τους 20 χιλ. τόννους και αποτελούν ποσοστό 13,8% του συνόλου των εξαγωγών. Το μερίδιο του επώνυμου ελληνικού ελαιόλαδου στην παγκόσμια αγορά του προϊόντος είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο, καθώς δεν ξεπερνά το 2,9%. Το μερίδιο αυτό σε επίπεδο Ε.Ε.-25 είναι 4,4% και σε επίπεδο τρίτων χωρών 2,2%. Τα στοιχεία αυτά είναι απολύτως απογοητευτικά, λαμβανομένης υπόψη της ανώτερης ποιότητας του ελληνικού ελαιόλαδου. Σε επίπεδο αποφάσεων της Ε.Ε., το μέτρο της υποχρεωτικής αναγραφής στις ετικέτες του εμφιαλωμένου ελαιόλαδου των χωρών προέλευσης του προϊόντος, που το δέχτηκε με ικανοποίηση ο αγροτικός κόσμος δεδομένου ότι ικανοποίησε ένα χρόνιο αίτημά τους, εγκλωβίστηκε στην κυβερνητική απραξία και στην εγχώρια γραφειοκρατία. Η κυβέρνηση προχώρησε στην έκδοση της σχετικής Κ.Υ.Α. 317384/6.8.2008, με την οποία είχε αποφασιστεί ότι από 6/11/08 θα υποχρεώνονταν όλες οι εταιρείες τυποποίησης ελαιόλαδου να αναγράφουν την χώρα προέλευσης του ελαιοκάρπου και ελαιόλαδου που τυποποιούν. Το μέτρο αυτό είχε σαν στόχο την καταπολέμηση της νοθείας και της παραπλάνησης της κοινής γνώμης, ώστε να γνωρίζει ο καταναλωτής τι λάδι καταναλώνει. Αποτελούσε ταυτόχρονα ένα ουσιαστικό μέτρο προστασίας του Ελληνα παραγωγού και της ανώτερης ποιότητας του ελληνικού έξτρα παρθένου ελαιόλαδου από προσμείξεις με άλλα εισαγόμενα υποβαθμισμένα ελαιόλαδα. Η εφαρμογή όμως του μέτρου απαιτούσε ουσιαστικούς ελέγχους για την αντιμετώπιση της νοθείας, αλλά και τη διασφάλιση της ποιότητας του προϊόντος. Αντί όμως η κυβέρνηση να προχωρήσει στην έκδοση της σχετικής εφαρμοστικής απόφασης από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και βέβαια στην ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών που πραγματοποιούν ελέγχους για τη σωστή εφαρμογή της, επέλεξε να αναστείλει την Κ.Υ.Α. (317384/6.8.08). Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι απαιτούνται: σε εθνικό επίπεδο ολοκληρωμένο στρατηγικό σχέδιο για τον ελαιοκομικό τομέα κυρίως για τη στήριξη της καλλιέργειας και την ποιοτική της αναβάθμιση (τυποποίηση, επωνυμοποίηση, εντατικοποίηση ελέγχων για τον περιορισμό της νοθείας και της ελληνοποίησης εισαγομένων προϊόντων). Απαιτείται ακόμα η ενεργή συμβολή των φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης για την προώθηση των διαδικασιών επωνυμοποίησης του ελαιόλαδου της κάθε γεωγραφικής περιοχής (Π.Ο.Π.) καθώς και των Τοπικών Συμφώνων Ποιότητας που θα συνδέσουν την παραγωγή με την κατανάλωση και το τουρισμό. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο σχεδιασμός ενεργειών με κοινό παρονομαστή την ποιοτική υπεροχή του ελληνικού ελαιόλαδου και η διεκδίκηση υποστηρικτικών μέτρων σήμανσης και διαχωρισμού του από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά ή / και τα βάσει προτιμησιακών συμφωνιών εισαγόμενα ελαιόλαδα.
Κατόπιν αυτών επερωτάται ο κ. υπουργός: 1) Για τη μη προώθηση, μέχρι σήμερα, σε συνεργασία με τις άλλες ελαιοπαραγωγικές χώρες της Ε.Ε., κατάλληλων μέτρων για τη στήριξη των ελαιοπαραγωγών και τη διασφάλιση διαφάνειας στις αγορές όπως:
Τον σαφή διαχωρισμό των ποιοτικών κατηγοριών του ελαιόλαδου, την τροποποίηση του Κοινοτικού Κανονισμού 1019/02, ώστε να αναγράφεται η ακριβής χώρα προέλευσης του ελαιόλαδου και όχι απλά «ελαιόλαδο Ε.Ε» ή «ελαιόλαδο εκτός Ε.Ε», την αξιοποίηση της συμμαχίας που μας ζήτησε η Ιταλία για την προώθηση στην Ε.Ε. μιας ανώτερης κατηγορίας, πέραν αυτής του έξτρα παρθένου ελαιόλαδου, την αναπροσαρμογή του μέτρου της «ιδιωτικής αποθεματοποίησης», όταν οι τιμές του έξτρα παρθένου αγγίζουν τα 2,5 ευρώ /κιλό και αύξηση της ανά κιλό επιχορήγησης, την τροποποίηση του άρθρου 6 του Κοινοτικού Κανονισμού 1019/02 που επιτρέπει πρόσμειξη ελαιόλαδου με σπορέλαια. 2) Για την παράλειψη χάραξης εθνικής στρατηγικής για την προώθηση πιστοποιημένου επώνυμου έξτρα παρθένου ελαιόλαδου σε αναδυόμενες αγορές. 3) Για τη μη διασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης του Οργανισμού Προώθησης Εξαγωγών (ΟΠΕ) για την προβολή του ελαιόλαδου σε αγορές - στόχους. 4) Για τη μη δημιουργία ενός αξιόπιστου και αποτελεσματικού μηχανισμού ελέγχου της νοθείας και των προσμείξεων στο ελαιόλαδο. 5) Για την αναστολή της ΚΥΑ 317384/6.8.08, που καθιστούσε και στη χώρα μας υποχρεωτική την αναγραφή της χώρας προέλευσης του ελαιόλαδου, κάτι που η Ιταλία εφάρμοζε από τον Ιανουάριο του 2008.

Πηγή: εφημερίδα Ελευθερία