24 Απριλίου 2009

Η κρίση... των μελισσών

Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν έλεγε κάποτε ότι «αν οι μέλισσες εκλείψουν, το ανθρώπινο είδος δεν θα αργήσει να τις ακολουθήσει». Ερευνητές και άνθρωποι του μελισσοκομικού κλάδου μιλούν για τη σημασία της μέλισσας και εφιστούν την προσοχή της ελληνικής πολιτείας για την προστασία του μικρού στο δέμας αλλά σπουδαίου για το οικοσύστημα, εντόμου. Πρόσφατα δημοσιεύματα του BBC και του Reuters έθεταν επιτακτικά το ερώτημα για το τι προκαλεί το θάνατο των μελισσών σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο και ποιες ενδεχομένως να είναι οι συνέπειες τόσο σε οικονομικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο οικοσυστήματος. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, το κόστος που θα κληθούμε να πληρώσουμε για την κρίση της μελισσοκομίας και της αυξανόμενης θνησιμότητας των μελισσών δεν θα φανεί μόνο στην αύξηση της τιμής του μελιού του καφέ ή του χυμού από πορτοκάλι, και αυτό διότι οι μέλισσες επικονιάζουν την πλειονότητα των δέντρων του καφέ και τις πορτοκαλιές, αλλά θα έχει αρνητικές συνέπειες στην ισορροπία της ευρύτερης διατροφικής αλυσίδας. «Το μέλι και τα άλλα προϊόντα της κυψέλης είναι πολύ μικρής σημασίας όταν συγκρίνονται με τις ωφέλειες που έχει ο άνθρωπος από τη μέλισσα με την επικονίαση που επιτελεί στις διάφορες καλλιέργειες και στην άγρια βλάστηση», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Πασχάλης Χαριζάνης, γεωπόνος, αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστημίου και επικεφαλής του Εργαστηρίου Μελισσοκομίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Πληθώρα ερευνών αποπειράται να αναδείξει τη σχέση της μέλισσας και τη συμβολή της στην παραγωγή τροφίμων με μετρήσιμα δεδομένα, έργο εξαιρετικά δύσκολο που απαιτεί απαραιτήτως συνεχή επιστημονική σύγκλιση και συνεργασία. «Ένα πολύ μεγάλο μέρος των φυτών του πλανήτη μας παράγουν καρπούς και πολλαπλασιάζονται με την συνεισφορά της μέλισσας μέσω της επικονίασης. Βέβαια, δεν είναι εύκολο να μετρήσει κανείς πόσο ακριβώς είναι η εξάρτηση από τη συμβολή της μέλισσας στα τρόφιμα που έρχονται στο τραπέζι μας», εξηγεί η κ. Φανή Χατζίνα, βιολόγος και ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Μελισσοκομίας του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας (ΕΘΙΑΓΕ). Ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αναφέρει κατά προσέγγιση ότι τα τρία τέταρτα της παραγωγής τροφίμων εξαρτώνται από τις μέλισσες την ίδια στιγμή που 4 στα 5 λαχανικά που καλλιεργούνται σε ευρωπαϊκό έδαφος εξαρτώνται από την επικονίαση των μελισσών. Όσο για την οικονομική αποτίμηση της παραγωγής του κυριότερου επικονιαστή καλλιεργούμενων φυτών: «μελέτη που διεξήχθη το 2005 από δύο ιδρύματα της Γαλλίας και Γερμανίας αναφέρει ότι η επικονίαση από τα έντομα συνεισφέρει κατά 153 δισ. ευρώ ετησίως και αντιστοιχεί στο 9,5% της παγκόσμιας γεωργικής παραγωγής», μας πληροφορεί ο κ. Χαριζάνης. Η διαταραχή ή αλλιώς το σύνδρομο κατάρρευσης των μελισσιών (Colony Collapse Disorder) είναι η ονομασία που έδωσαν ερευνητές στις ΗΠΑ στο φαινόμενο μαζικών απωλειών μελισσιών. Οι απώλειες έφτασαν κατά περίπτωση μέχρι και στο 90% με το μέσο όρο απωλειών το 2007 να ανέρχεται στο 31,8%. H Ελλάδα έχει την μεγαλύτερη πυκνότητα μελισσοσμηνών ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο και είναι τέταρτη στην παραγωγή μελιού. Δεν ασχολούνται όλοι επαγγελματικά άρα η παραγωγή ανά κυψέλη μειώνεται. Συνήθως μια κερδοφόρα παραγωγή πρέπει να υπερβαίνει τα 25-40 κιλά/κυψέλη. Όταν ο μέσος όρος στη χώρα είναι 15-20 κιλά σημαίνει ότι οι μικροί παραγωγοί, εκείνοι που δεν κάνουν νομαδική μελισσοκομία, έχουν μικρότερη παραγωγή, γεγονός που "ρίχνει" το μέσο όρο. Πέρα από την απώλεια εισοδήματος αναφορικά με το μέλι και άλλα προϊόντα της κυψέλης, αισθητή ήταν και η οικονομική απώλεια από την ενοικίαση των μελισσιών σε καλλιέργειες για επικονίαση. Από τότε, η διεθνής επιστημονική κοινότητα ερευνά τα συμπτώματα αλλά και τις αιτίες που οδηγούν στις πέρα από το συνηθισμένο απώλειες των μελισσιών. Το CCD χωρίς ακόμα να είναι ένα πλήρως κατανοητό φαινόμενο, χρησιμοποιείται περισσότερο για να περιγράψει τις ταχύτατες απώλειες του ενήλικου πληθυσμού του μελισσιού, έχει δώσει το ερέθισμα και στην Ευρώπη να ασχοληθεί με την παρακολούθησή και την ερμηνεία του. «Στην Ευρώπη γενικότερα υπάρχει μια αρκετά μεγάλη μείωση του πληθυσμού των μελισσοσμηνών αλλά και των ίδιων των μελισσών οι οποίες δεν είναι ικανές να επιζήσουν. Τα ποσοστά αυτά κυμαίνονται από 30% έως και 40%», σχολιάζει η κ. Χατζίνα. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με πληροφορίες που έχει συλλέξει o Eυρωπαϊκός Οργανισμός Ασφάλειας Τροφίμων (EFSA) από τα κράτη - μέλη, δεν διευκρινίζεται εάν η αναφερόμενη θνησιμότητα μελισσιών είναι η ίδια με αυτή των ΗΠΑ. Για παράδειγμα στην Ελλάδα αν και έχουμε απώλειες μελισσιών δεν έχουμε παρατηρήσει τα ίδια συμπτώματα με το Σύνδρομο Κατάρρευσης όπως περιγράφεται στις ΗΠΑ. «Η κατάρρευση μελισσιών στη χώρα μας οφείλεται σε αρκετές ίδιες αιτίες αλλά ο συνδυασμός των αιτιών είναι τέτοιος που δεν έχει τα ίδια συμπτώματα», διευκρινίζει ο κ. Χαριζάνης. Δεν είναι εύκολο να αποφανθεί κανείς με μια απάντηση για το τι φταίει για τη μείωση του πληθυσμού των μελισσοσμηνών και των διαταραχών που παρατηρούνται στη συμπεριφορά τους. Οι απαντήσεις των επιστημόνων συγκλίνουν, αποδεικνύοντας ότι η γνώση για τις ασθένειες που εμφανίζουν οι μέλισσες υπάρχει. Αυτό που μάλλον είναι το ζητούμενο είναι η ερμηνεία της αλληλεπίδρασης των αιτιών που προκαλούν την κατάρρευση των μελισσιών. «Οι κλιματολογικές συνθήκες έχουν αλλάξει και το επιβαρυμένο περιβάλλον στο οποίο ζούμε επηρεάζει και την υγεία της μέλισσας. Την ίδια στιγμή, η αύξηση των εντομοκτόνων - σκευασμάτων εξαιρετικά ισχυρών, που πέφτουν στις περιοχές γύρω από τα μελίσσια αποτελούν μια από τις κυριότερες αιτίες για τις απώλειες των μελισσών, τις οποίες και δηλητηριάζουν», επισημαίνει o Ανδρέας Θρασυβούλου, Καθηγητής Μελισσοκομίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. «Απώλειες παρατηρούνται επίσης από μια νέα ασθένεια που οφείλεται στο παράσιτο (πρωτόζωο) Nosema ceranae το οποίο εντοπίστηκε στη χώρα μας το 2006», συμπληρώνει. Αν και στην Ελλάδα δεν έχουμε ολοκληρωμένο πρόγραμμα παρακολούθησης της υγείας των μελισσοσμηνών (αξιολόγηση συρρίκνωσης πληθυσμού, κατάρρευσης μελισσιών και θνησιμότητας τους) όπως συστήνεται από την ευρωπαϊκή ντιρεκτίβα 96/23/EC, η συνεργασία των διάφορων ερευνητικών εργαστηρίων με τους μελισσοκόμους φαίνεται να είναι αγαστή, ανεπαρκής όμως εξαιτίας της απουσίας οργανωμένου σχεδίου από την πολιτεία. «Συνεργαστήκαμε με το ΕΘΙΑΓΕ και το εργαστήριο Ζωολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, φτιάξαμε ερωτηματολόγια για την καταγραφή των απωλειών των μελισσών ώστε να συνταχθεί σχετική μελέτη», λέει o κ. Βασίλης Ντούρας, Αντιπρόεδρος Ομοσπονδίας Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδος, κάνοντας παράλληλη έκκληση στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης για ταχύτερη συμπαράσταση στο μελισσοκομικό κλάδο. «Έχουμε ζητήσει την απαγόρευση των νεονικοτινοειδών εντομοκτόνων τα οποία ήδη έχουν απαγορευτεί στην Ευρώπη. Κανονικά, μπροστά σ' αυτήν την κρίση, θα έπρεπε να έχουμε τα αρμόδια υπουργεία συνεταίρους μας σ' αυτήν την προσπάθεια», καταλήγει ο κ. Ντούρας. Ενώ ο μελισσοκομικός κλάδος επλήγη ιδιαίτερα το 2007 (απώλειες 50%-60%) και αναμένει κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις, όπως την επίλυση του ζητήματος της τοποθέτησης των μελισσοσμηνών, τις αποζημιώσεις για το 2007 καθώς και την τελεσφόρηση της απόφασης του ΕΛΓΑ (Oργανισμού Eλληνικών Γεωργικών Aσφαλίσεων) για το επίδομα ασφάλισης ασθενειών των μελισσών, οι επιστήμονες, από τη μεριά τους, εκφράζονται με τα καλύτερα λόγια για τους μελισσοκόμους, ενώ δεν παραλείπουν να αναφερθούν στα ελάχιστα κονδύλια που τους αναλογούν για έρευνα. «Οι Έλληνες μελισσοκόμοι είναι πάρα πολύ καλοί σαν επαγγελματίες. Διαβάζουν και ενημερώνονται διότι αγαπούν αυτό που κάνουν και το βλέπουν σαν μεράκι», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Θρασυβούλου. «Οι μελισσοκόμοι της Ελλάδος είναι οι πιο διαβασμένοι αγρότες που έχουμε», συμφωνεί και ο κ. Χαριζάνης. Ωστόσο, τα ερωτηματολόγια που καλούνται να διαμορφώσουν οι ερευνητές, η ένταξη ποιοτικών χαρακτηριστικών στην έρευνα με ad hoc συνεντεύξεις καθώς και ο εξοπλισμός των εργαστηρίων που εξετάζουν την τοξικότητα των σκευασμάτων που πλήττουν ή όχι τις μέλισσες, είναι ένας μηχανισμός που απαιτεί αν μη τι άλλο κονδύλια και δη δίκαιη και έγκαιρη διανομή τους. «Όσον αφορά στα ερευνητικά προγράμματα και τις επιδοτήσεις για τη 'βελτίωση της παραγωγής και εμπορίας των προϊόντων της μελισσοκομίας σύμφωνα με τον κανονισμό 797/04 (Ε.Κ.), ένα πολύ μικρό μέρος αντιστοιχεί στην έρευνα και αυτό δεν ξεπερνά το 6-7%», επισημαίνει η κ. Χατζίνα. «Από το 1987 μέχρι σήμερα, τα χρήματα που προορίζονται για την μελισσοκομία δεν έχουν κατορθώσει να πάνε σε παραγωγικές δράσεις και υποδομές. Όταν τελειώσουν αυτές οι επιδοτήσεις από την Ε.Ε. θα διαπιστώσουμε ότι χάσαμε μια μεγάλη ευκαιρία να δημιουργήσουμε τις απαραίτητες υποδομές ανάπτυξης», συμπληρώνει ο κ. Θρασυβούλου. Η εικόνα της έρευνας στον μελισσοκομικό κλάδο δεν συγκρίνεται βέβαια με αυτή του εξωτερικού. Σε χώρες όπως η Βρετανία ή η Ολλανδία το ποσό που απορροφάται στην έρευνα και αρκετές φορές με τη συμμετοχή εθνικών κονδυλίων αγγίζει το 50%. Πρόσφατα μάλιστα στη Βρετανία, η Ομοσπονδία των Μελισσοκόμων ζητούσε οκταπλάσια αύξηση των ερευνητικών δαπανών από 200.000 λίρες σε 1,6 εκατομμύρια λίρες. Και αυτό σε μια χώρα που έχει τέσσερις φορές μικρότερη παραγωγή μελιού από την Ελλάδα και αριθμεί περίπου 5 φορές λιγότερες μελισσοκυψέλες.

Πηγή: www.kathimerini.gr