16 Απριλίου 2009

Τα δομικά αδιέξοδα στο αγροτικό ζήτημα

Πέρα από τα συγκυριακά αίτια του ξεσηκωμού των αγροτών (κατάρρευση των αγροτικών τιμών, αύξηση κόστους παραγωγής) που οφείλονται κυρίως στην οικονομική κρίση, υπάρχουν πολύ σημαντικότερα δομικά αίτια, που έχουν διαχρονικό χαρακτήρα. Τα αίτια αυτά πρέπει να αναζητηθούν στην αδυναμία της ελληνικής αγροτικής παραγωγής να ανταγωνιστεί στην εγχώρια και τη διεθνή αγορά τα ομοειδή αγροτικά προϊόντα των άλλων κοινοτικών αλλά και τρίτων χωρών σε τιμές και ποιότητα, εφόσον οι δασμοί έχουν σχεδόν μηδενιστεί λόγω των εξελίξεων των διαπραγματεύσεων στο επίπεδο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Το ζήτημα είναι ότι, μετά την αποδόμηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, δεν υπάρχει μηχανισμός στήριξης των τιμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο και συνεπώς οι τιμές και για τους Έλληνες αγρότες είναι αυτές της διεθνούς αγοράς που, εκτός συγκυριακών αιτίων, είναι χαμηλότερες από το κόστος παραγωγής στη χώρα μας. Η αδυναμία αυτή του μεγαλύτερου μέρους της ελληνικής παραγωγής οφείλεται προφανώς τόσο σε αντικειμενικούς όσο και σε οργανωτικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες. Οι αντικειμενικοί παράγοντες συνδέονται με τα φυσικά χαρακτηριστικά της ελληνικής γεωργίας, η οποία δεν μπορεί λόγω της διαμόρφωσης των εδαφών και του μεγέθους των εκμεταλλεύσεων να παράγει αγροτικά προϊόντα σε μαζική κλίμακα και χαμηλή τιμή και, συνεπώς, διεθνώς ανταγωνιστικά (σιτηρά, βαμβάκι, καπνό κ.λπ.). Θα έπρεπε, συνεπώς, να στραφεί στη μικρή, εξειδικευμένη και υψηλής ποιότητας παραγωγή, η οποία όμως απαιτεί προσπάθεια τόσο από τους αγρότες όσο και από τις κρατικές αρχές, αλλά και από ολόκληρη την αλυσίδα παραγωγής (δηλ. τυποποίηση, εμπορία, διαφήμιση, διανομή). Έτσι, οι αντικειμενικοί παράγοντες συνδυάζονται άμεσα με τους οργανωτικούς, τους κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες, όπως είναι π.χ. η πλημμελής εκπαίδευση και κατάρτιση των αγροτών, η οποία θα έδινε δυνατότητες εφαρμογής σύγχρονων μεθόδων οργάνωσης της παραγωγής με εφαρμογή οργανωτικών και τεχνολογικών καινοτομιών, όπως συμβαίνει σ' άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται από την ανεπαρκή συμβουλευτική υποστήριξη των παραγωγών τόσο από τις συλλογικές οργανώσεις τους όσο και από τις κρατικές αρχές, η οποία θα καθοδηγούσε τις ανοργάνωτες και ασυντόνιστες προσπάθειες των αγροτών να παράγουν με χαμηλότερο κόστος υψηλότερης ποιότητας προϊόντα. Ταυτόχρονα, η πολιτική προσέλκυσης νέων και δυναμικών αγροτών, που θα άλλαζε τη φυσιογνωμία της ελληνικής γεωργίας, δεν προχώρησε πέρα από προθέσεις και διακηρύξεις. Τέλος, αλλά όχι και τελευταίο, η συνεταιριστική προσπάθεια οργάνωσης των αγροτών έμεινε μετέωρη και δεν μπόρεσε να παίξει τον ρόλο της στο επίπεδο κυρίως της εμπορίας των προϊόντων, με αποτέλεσμα «ο πόλεμος του τελάρου» (που ξεκίνησε από το 1982) να έχει νικητές μόνο τους χονδρέμπορους, κι έτσι το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ των τιμών παραγωγού και της τιμής καταναλωτή να ξεπερνά συχνά και σήμερα το 100%. Το τι πρέπει να γίνει προκύπτει από την καταγραφή των όσων δεν έγιναν και έχουν γίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Όμως, μέχρι να γίνουν όλα αυτά, οι αγρότες θα ξεσηκώνονται ανάλογα με τη συγκυρία στη διεθνή αγορά και θα ζητούν από το κράτος (από τον πενιχρό εθνικό Προϋπολογισμό) αναπλήρωση του εισοδήματός τους, το οποίο, όπως εξηγήσαμε πιο πάνω, δεν μπορούν να αποκτήσουν στην ελεύθερη αγορά, ενώ ούτε η σημερινή και ακόμη λιγότερο η αυριανή ΚΑΠ (μετά το 2013) μπορεί να καλύψει.

του Ναπολέοντα Μαραβέγια
Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών